ξάνθωση

ξάνθωση
η (Α ξάνθωσις) [ξανθώ (II)]
η μεταβολή τού χρώματος σε ξανθό
νεοελλ.
1. βοτ. έντονα κίτρινος μεταχρωματισμός που αποκτούν τα φύλλα όταν μειωθεί η χλωροφύλλη, φαινόμενο που αποτελεί στάδιο προχωρημένης χλώρωσης
2. τεχνική για την παρασκευή ρεγιόν βισκόζης, κατά την οποία η αλκαλοκυτταρίνη αναμιγνύεται με διθειούχο άνθρακα και μετατρέπεται σε ξανθική κυτταρίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”